- νήοχος
- νήοχος, ον,A guiding ships,
πηδάλια AP7.636
(Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηδάλια AP7.636
(Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νήοχος — νήοχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί οχος, λιμενή οχος] … Dictionary of Greek
νήοχα — νήοχος guiding ships neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)